συμμιγάς

συμμιγάς
(-άδος) ο , η метис (о животных)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "συμμιγάς" в других словарях:

  • συμμιγάς — άδος, η, Ν ζώο που προέρχεται από γονείς μιγάδες, επιμιγάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μιγάς «ζώο που προέρχεται από τη διασταύρωση γονέων οι οποίοι ανήκουν σε δύο διαφορετικές φυλές τού ίδιου είδους» (< μίγνυμι)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»